Ο Γιάννης Φέρτης στο DNA of Arts!!!

2015-10-08 15:27

Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Τσομπανόπουλο.

 

Εκ των κορυφαίων μας ηθοποιών με αμέτρητες επιτυχίες στο ενεργητικό του σε παραστάσεις υψηλής ποιότητας στο θέατρο, αλλά και με σημαντική πορεία στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ο κύριος Γιάννης Φέρτης, μου έκανε την τιμή να συνομιλήσει μαζί μου με αφορμή τις παραστάσεις του αριστουργήματος του Τσέχωφ " Θείος Βάνιας" στο Θέατρο Αριστοτελειον στη Θεσσαλονίκη.

  • Θα ήθελα να μου πείτε, πώς θα σκιαγραφούσατε την προσωπικότητα του Θείου Βάνια, τον οποίο υποδύεστε στην παράσταση.
  • Ο Θείος Βάνιας, είναι ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, μορφωμένος που έμπλεξε ο ίδιος κατά κάποιον τρόπο για συναισθηματικούς λόγους. Υπάρχει ένα κτήμα που είχε αγοράσει ο πατέρας του και ο ίδιος όταν έγινε η διαθήκη του είπε ότι δε διεκδικεί τίποτα και να το γράψει στην αδερφή του. Η αδερφή του παντρεύτηκε έναν πετυχημένο καθηγητή και πέθανε μετά από μερικά χρόνια. Απέκτησαν  όμως μια μικρή κόρη. Ο Βάνιας, πιστεύοντας ότι η κληρονομιά θα πάει κάποτε στην κόρη, ανέλαβε μαζί με την ανιψιά του να συντηρούν όλο το κτήμα και το σπίτι, στέλνοντας και λεφτά στον καθηγητή. Έπαιρνε μάλιστα ελάχιστα χρήματα, γιατί έτσι ήταν σαν άνθρωπος. Κάποια στιγμή μετά από πολλά χρόνια, ανακαλύπτει ότι στην ουσία ο καθηγητής ήταν ένα τίποτα. Τον θαύμαζε και αυτός και η μητέρα του, η μητέρα του ακόμα τον θαυμάζει, ενώ ήταν ένα τίποτα. Λέει κάποια στιγμή, ότι είναι μια σαπουνόφουσκα και αρχίζει πλέον να τον αντιπαθεί. Ο καθηγητής στο μεταξύ έχει ξαναπαντρευτεί μια πολύ νεότερή του γυναίκα και ο Βάνιας την ερωτεύεται. Κάποια στιγμή, φτάνει έξω από τα όριά του. Υπάρχει μια πολύ έντονη σκηνή με τον καθηγητή, που αποφάσισε να πουληθεί το κτήμα, αλλά και γι’ αυτό στο τέλος μετανιώνει. Πέρα από αυτό, στο έργο είναι και αρκετοί άλλοι σημαντικοί ρόλοι. Ο γιατρός, ένας πολύ σημαντικός ρόλος, που παίζει ο Μάινας. Και ο Τσέχωφ ήταν γιατρός και στα περισσότερα έργα του υπάρχει και ένας γιατρός. Το έργο αυτό γράφτηκε το 1896 και ο γιατρός σε έναν τεράστιο μονόλογο, μιλάει για τον τρόπο που συμπεριφέρονται στη φύση. Ότι καταστρέφουν τα δάση, τα ζώα σιγά σιγά εξαφανίζονται, ότι η γη θα καταστραφεί…Αυτά είναι οι προσωπικές απόψεις του Τσέχωφ, που τις έβαλε στο στόμα του γιατρού. Τα έβλεπε αυτά από το 1896. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, είναι ότι υπάρχουν δυο πολύ μεγάλοι έρωτες, εγώ που ερωτεύτηκα τη γυναίκα του καθηγητή και η ανιψιά μου το γιατρό. Έρωτες που δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Υπάρχουν και άλλοι ρόλοι, αλλά στέκομαι στους πιο βασικούς.
  • Ο Βάνιας, λέει σε κάποιο σημείο ότι ζει με ψευδαισθήσεις, γιατί δεν έχει πραγματική ζωή.
  • Ναι, μιλάει και γενικότερα, ότι οι άνθρωποι όταν δεν έχουν πραγματική ζωή, ζουν με ψευδαισθήσεις. Μια φορά, λέει, είναι καλύτερα από το τίποτα. Έστω μια φορά να νιώσει κάτι πραγματικό…
  • Στο διάλογο Ελένας- Σόνιας, η μεν Ελένα αναφέρει ότι η αβεβαιότητα είναι πιο φοβερή από την αλήθεια, η δε Σόνια προτιμά την αβεβαιότητα γιατί έτσι υπάρχει ελπίδα. Εσείς τι πιστεύετε;
  • Δεν το πιστεύω αυτό που λέει η Σόνια. Καλύτερα όλοι μας να γνωρίζουμε την αλήθεια, γιατί αλλιώς ζούμε με φαντασιώσεις. Η συζήτηση αυτή, γίνεται σε σχέση με το γιατρό, που η Σόνια έχει ερωτευτεί και το εξομολογείται κάποια στιγμή στη γυναίκα του καθηγητή, η οποία της υπόσχεται ότι θα φροντίσει να μάθει αν ενδιαφέρεται κτλ.

  • Πόσο πολύτιμη θεωρείτε ότι υπήρξε η μαθητεία σας δίπλα στον Κάρολο Κουν στη σχολή του οποίου φοιτήσατε;
  • Εγώ στα 15 με 16 μου χρόνια, είχα αποφασίσει να γίνω ηθοποιός. Και σε αυτό πολύ μεγάλο ρόλο έπαιξε το ότι δεν άφηνα καμία παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ως μαθητής. Και όχι μόνο του Τέχνης, αλλά και του Εθνικού, όπου ανέβαιναν πολύ ωραίες παραστάσεις με σημαντικούς ηθοποιούς. Το Θέατρο Τέχνης λοιπόν και οι παραστάσεις με μαγεύανε. Όλα μου τα χρόνια ως μαθητής, ζούσα με το όνειρο να πάω στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και μάλιστα έδωσα εξετάσεις μόνο εκεί και πολλοί μου έλεγαν γιατί δε δίνεις και στο Εθνικό αφού έχεις κάποια προσόντα. Και τους έλεγα θα δώσω και αν δεν περάσω, του χρόνου θα δώσω και στο Τέχνης και στο Εθνικό. Μπήκα με την πρώτη. Ο Κουν ήταν ένας σπουδαίος δάσκαλος και σκηνοθέτης. Πέρα από το ότι ήταν σπουδαίος και ώρες ώρες μαγευτικός που ακόμα και μέτριους ηθοποιούς, μπορούσε να τους δημιουργήσει τέτοια ατμόσφαιρα που να περνάνε. Είχα την τύχη και εγώ και η Μάγια Λυμπεροπούλου και η Λήδα Πρωτοψάλτη που ήμασταν συμμαθητές, στο δεύτερο έτος της Σχολής να μας πάει στην Επιτροπή Άδειας που υπήρχε τότε, με πρόεδρο το Μινωτή, μέλος τον Μυράτ, πολύ σοβαρή όπως καταλαβαίνεις. Έτσι στα μέσα του δεύτερου έτους, γίναμε ηθοποιοί. Τότε, δε μπορούσες να παίξεις αν δεν τελείωνες τη Σχολή και δεν έπαιρνες άδεια. Μετά καταργήθηκε. Κάποιοι ηθοποιοί, που ήταν ήδη γνωστοί από τον κινηματογράφο, ήθελαν να παίξουν στο θέατρο και δεν τους επιτρεπόταν από το Σωματείο. Δεν ξέρω ακριβώς τι είχε γίνει με την Επιτροπή. Είχαμε περάσει Κατοχή, Εμφύλιο. Για να πας σε μια σχολή έπρεπε να έχεις τελειώσει το Γυμνάσιο ( δεν είχαμε Λύκειο τότε). Ίσως λοιπόν λόγω αυτών των γεγονότων, Κατοχή, Εμφύλιος, πείνα, φτώχεια, πολλά παιδιά δεν είχαν τελειώσει το Γυμνάσιο γιατί δούλευαν. Και τους έδιναν μια ευκαιρία είτε να πάνε στη Σχολή, είτε αν ήταν πολύ καλοί να βγουν στο θέατρο και να παίξουν. Βέβαια εμείς, είχαμε και τον Κουν από πίσω μας. Αυτό ήταν μεγάλη τύχη για μένα, γιατί από τα μισά του δεύτερου έτους, μέχρι το τρίτο, έπαιξα σε τρία έργα πρωταγωνιστής. Πέρα από άλλα που έπαιξα μικρότερους ρόλους.
  • Ξεκινήσατε με έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη « Η ηλικία της νύχτας».
  • Α, τα ξέρεις! Πώς το ξέρεις; Είναι λίγο άγνωστο αυτό το έργο. Έκανα έναν νέο 18 χρόνων από αστική οικογένεια που έμενα σε ένα διώροφο σπίτι. Στον κάτω όροφο, έμενε μια λαϊκή οικογένεια που τα ξημερώματα θα τουφέκιζαν το γιό της γιατί ήταν αριστερός. Ο ήρωας που υποδυόμουν, παρόλο που τα ξέρει αυτά, κατεβαίνει κάτω, ζει όλο το βράδυ εκεί και αλλάζει όλη του η ζωή. Αυτό ήταν περίπου το θέμα.
  • Πώς ήταν η πρώτη σας σκηνική εμπειρία;
  • Είχα τρακ και έχω ακόμα τρακ…Είναι θέμα χαρακτήρα. Ακόμα και τώρα πριν βγω έχω τρακ. Τότε το θεωρούσα δεδομένο, έλεγα γιατί όχι. Μετά κατάλαβα πόσο τυχερός ήμουν. Μετά από 3-4 χρόνια, όταν έφυγα από το Θέατρο Τέχνης, το συνειδητοποίησα. Έπαιξα αυτό το έργο που είπαμε, μετά κάποιους μικρότερους ρόλους και στη συνέχεια με τη Μάγια Λυμπεροπούλου την « Ευρυδίκη» του Ανούιγ πρωταγωνιστές απόλυτοι και αμέσως μετά έπαιξα με τη Μελίνα Μερκούρη…

  • Το γλυκό πουλί της νιότης…
  • Ναι! Ήταν ένα μεγάλο γεγονός. Συζητιόταν πολύ στην Αθήνα, το θέατρο ήταν γεμάτο όσον καιρό το παίξαμε. Σκοτωμός. Και ήμουν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας με ισάξιο ρόλο!
  • Την παράσταση αυτή, αν δεν κάνω λάθος την ξαναπαίξατε και το 1980.
  • Ναι βέβαια. Με σκηνοθεσία Ντασέν πια. Και με πιο σωστή ηλικία και για τους δυο μας. Εγώ έπαιζα έναν 30αρη ζιγκολό που αρχίζει να αισθάνεται ότι τα χρόνια περνάνε και δεν κάνει τίποτα και έχει διπλαρώσει αυτή την ηθοποιό που επίσης έχει αρχίσει να ξεπέφτει. Η Μελίνα στην πρώτη παράσταση ήταν γυναικάρα 38 χρόνων και εγώ 22. Μάλιστα είχα ξυρίσει και το μαλλί εδώ στο μέτωπο γιατί αυτός έλεγε σε κάποιο σημείο: « Έχω αγωνία και μου πέφτουν τα μαλλιά.» ( γέλια). Όχι ότι ήμουν κακός, αλλά πιστεύω ότι λόγω χρόνου και πείρας στην άλλη παράσταση ήμουν καλύτερος. Και η Μελίνα πιστεύω ήταν καλύτερη. Είχε μεγαλώσει και αυτή πια.
  • Αν σας ζητούσα να μου κάνετε έναν απολογισμό των χρόνων που υπήρξατε θιασάρχης, τι θα μου λέγατε; Παρά τις δυσκολίες, κυρίως οικονομικές, που αντιμετωπίζει ένας θεατρικός επιχειρηματίας, θεωρείτε ότι πραγματοποιήσατε τα καλλιτεχνικά σας όνειρα;
  • Όχι. Κάποιες φορές ναι, αλλά σε κάποια άλλα έργα όχι. Μπορώ να σου πω, ότι σε κανένα έργο δεν έχω αισθανθεί απόλυτα ότι έχω κάνει αυτό που έπρεπε. Ξέρω σε όλους τους ρόλους που έχω παίξει, πόσα πράγματα δεν έχω κάνει. Να φέρω ένα παράδειγμα; Το έχω ξαναπεί. Όταν ήμουν νέος, είχα μανία με τον Σαίξπηρ. Αγόραζα θεατρικά έργα κλπ. Και είχα κολλήσει στο να ζει κανείς ή να μη ζει του Άμλετ. Το σπίτι μου το πατρικό ήταν στους πρόποδες του Λυκαβηττού και ανέβαινα τα μεσημέρια και διάβαζα μονολόγους μέσα στα πεύκα. Σαν να λέμε στο Σέιχ Σου ας πούμε. Είχα μανία με αυτό το πράγμα και ονειρευόμουν κάποτε αν γίνω ηθοποιός, να παίξω τον Άμλετ. Έδωσα μάλιστα εξετάσεις και πέρασα στη Σχολή με τον μονόλογο του Άμλετ και ένα ή δυο ποιήματα του Καβάφη. Στο πρώτο έτος ξανάπαιξα αυτόν το μονόλογο σε διδασκαλία του Κουν. Έχουν περάσει πολλά χρόνια και το 1990, συνεργάζομαι για τρία χρόνια χειμώνα- καλοκαίρι με το Σπύρο Ευαγγελάτο και το Αμφι-θέατρο. Και αποφασίζει να ανεβάσουμε τον Άμλετ. Μάλιστα πήγε πολύ καλά και πήγαμε και την επόμενη χρονιά. Ξέρω πόσα πράγματα δεν έκανα. Όχι ότι ήμουν κακός, υπήρξαν και στιγμές που ήμουν και πολύ καλός από ότι μου έλεγαν. Αλλά εγώ ήξερα. Αν θέλεις ξέρεις. Και μετά έλεγα: μήπως να μην τον είχα παίξει τον Άμλετ και να έμενα με το όνειρο ότι αν έπαιζα Άμλετ θα ήμουν καταπληκτικός…Κατάλαβες τι λέω…
  • Θα υπήρχε τότε η αβεβαιότητα που λέγαμε πριν…
  • Με αβεβαιότητα τον έπαιξα…Και ξέρω πόσα πράγματα δεν έκανα. Και αυτό πιστεύω ότι ισχύει και για πολύ σπουδαίους ηθοποιούς γενικότερα. Αν θέλουν να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Το απόλυτο δεν είναι και τόσο εύκολο!

  • Με αφορμή τον τίτλο μιας άλλης παράστασης της Γιασμίνα Ρεζά που ανεβάσατε με την κυρία Κάτια Δανδουλάκη, θεωρείτε ότι « Ο Θεός της Σφαγής» θα συνεχίσει για πολύ να ταλαιπωρεί τη χώρα μας;
  • Εννοείται αυτό! Και δεν ξέρουμε και πού θα καταλήξει. Δε θέλω να καταλήξουμε άσχημα, αλλά προετοιμάζομαι. Ψυχολογικά εννοώ. Ότι αν συμβεί κάτι, τι να κάνουμε; Θα προσπαθήσουμε να επιζήσουμε. Εγώ το έχω αυτό στη ζωή μου γενικότερα.
  • Ο γιατρός ‘Αστρωφ λέει στην παράσταση ότι εκείνοι που θα ζήσουν 100-200 χρόνια ύστερα από μας θα μας περιφρονούν γιατί ζήσαμε ανόητα και ανούσια.
  • Ναι μιλάει για τον τρόπο που ζούνε, αλλά και γενικότερα. Και για τον εαυτό του και για μένα.
  • Το ίδιο θα λένε και για εμάς;
  • Κατ’ αρχήν εμάς δε θα μας θυμάται κανένας. Τον Τσέχωφ θα τον θυμούνται, γιατί είναι σπουδαίος συγγραφέας και παίζεται και ξαναπαίζεται. Αλλά εμένα κανείς δε θα με θυμάται και δε θα με ξέρει. Να σου πω ένα παράδειγμα; Παιδιά που πηγαίνουν σε Σχολές ή που τις έχουν τελειώσει πρόσφατα, δεν ξέρουν ηθοποιούς που ήταν πριν 40-50 χρόνια. Δηλαδή η Βάσω Μανωλίδου αν την έχεις ακουστά. Στο Εθνικό. Σπουδαία, μεγάλη ηθοποιός. Παίζω ένα έργο στο Τέχνης, του Καμπανέλλη πάλι. Το ξανακάναμε πέρσι το χειμώνα και είχε ανέβει και πριν 4 χρόνια. Όταν ήμουν πρωτοετής στο Τέχνης, κάναμε ταξιθεσία, αλλάζαμε τα σκηνικά και δεν πληρώναμε τη Σχολή. Έρχεται μια μέρα μια κοπέλα δευτεροετής τότε και μου λέει κύριε Φέρτη, σας ζητάει κάποια Σαββοπούλου. Πριν την παράσταση. Λέω πες της να έρθει μέσα. Τη Σαββοπούλου, τη βρήκα εγώ στο Θέατρο με ρόλους και πάρα πολύ καλή ηθοποιό. Είπαμε ο, τι είπαμε. Ξανάρθε στο τέλος της παράστασης και όταν ετοιμάστηκα βγήκα και ήταν στο φουαγέ του θεάτρου. Της έδειχνα τις φωτογραφίες που υπήρχαν και δεν είχε ιδέα. Δηλαδή, μαθητές του Θεάτρου Τέχνης και δε γνωρίζουν. Θεωρώ πως θα έπρεπε να γνωρίζουν για τον Κουν και όσους το στήριξαν το Τέχνης πριν πάω εγώ, οι οποίοι με δυσκολίες οικονομικές, δουλεύοντας παράλληλα το έφτιαξαν.